-
1 συμβουλή
η1) совет, рекомендация; наставление;ιατρική συμβουλή — совет врача;
φιλική συμβουλή — дружеский совет;
ακούω την συμβουλή — прислушиваться к совету;
ακολουθώ τίς συμβουλές κάποιου — следовать чьйм-л. советам;
2) консультация;γραφείο συμβουλών — консультация (учреждение);
γραφείο νομικών συμβουλών — юридическая консультация;
δίνω συμβουλή — консультировать, давать консультацию
-
2 консультация
консультация ж 1) (совет) η συμβουλή, η γνωμάτευση получить \консультацияю συμβουλεύομαι дать \консультацияю δίνω συμβουλή 2) (учреждение): юридическая \консультация το γραφείο νομικών συμβουλών женская \консультация το γυναικολογικό ιατρείο* * *ж1) ( совет) η συμβουλή, η γνωμάτευσηполучи́ть консульта́цию — συμβουλεύομαι
дать консульта́цию — δίνω συμβουλή
2) ( учреждение)юриди́ческая консульта́ция — το γραφείο νομικών συμβουλών
же́нская консульта́ция — το γυναικολογικό ιατρείο
-
3 совет
-а α.1. συμβουλή, ορμήνεια•совет врача συμβουλή του γιατρού•
дать совет δίνω συμβουλή (συμβουλεύω)•
последовать -у ακολουθώ τη συμβουλή•
дружеский совет φιλική συμβουλή.
2. συμβούλιο•семейный совет οικογενειακό συμβούλιο•
военный совет πολεμικό συμβούλιο.
3. συμ-μβούλιο (όργανο διοικητικό κλπ.)• совет безопасности оон Συμβούλιο Ασφαλείας του•оне административный совет διοικητικό συμβούλιο-- министров υπουργικό συμβούλιο.
|| πλθ. -ы οδηγίες.4. (παλ. κ. απλ.) ομόνοια•жить в -е ζω μονιασμένα.
5. Συμβούλιο, Σοβιέτ•совет верховный совет Ανώτατο Σοβιέτ.
εκφρ.совет да любовь – (ευχή στους νεόνυμφους) ζωή ευτυχισμένη και αγαπημένη. -
4 проконсультировать
συμβουλεύω, δίνω συμβουλή-ся συμβουλεύομαι, παίρνω συμβουλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проконсультировать
-
5 tip
I 1. [tip] noun(the small or thin end, point or top of something: the tips of my fingers.) άκρη2. verb(to put, or form, a tip on: The spear was tipped with an iron point.) καλύπτω κλπ στην άκρη- tipped- tip-top
- be on the tip of one's tongue II 1. [tip] past tense, past participle - tipped; verb1) (to (make something) slant: The boat tipped to one side.) γέρνω2) (to empty (something) from a container, or remove (something) from a surface, with this kind of motion: He tipped the water out of the bucket.) χύνω3) (to dump (rubbish): People have been tipping their rubbish in this field.) πετώ2. noun(a place where rubbish is thrown: a refuse/rubbish tip.) σκουπιδότοπος- tip overIII 1. [tip] noun(a gift of money given to a waiter etc, for personal service: I gave him a generous tip.) φιλοδώρημα2. verb(to give such a gift to.) δίνω φιλοδώρημαIV [tip] noun(a piece of useful information; a hint: He gave me some good tips on/about gardening.) πληροφορία,συμβουλή- tip off
См. также в других словарях:
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
συμβουλεύω — συμβούλεψα, συμβουλεύτηκα, συμβουλευμένος 1. δίνω συμβουλή: Με συμβούλεψε να αποφύγω τη συνεργασία μ αυτούς τους ανθρώπους. 2. παθ., συμβουλεύομαι ζητώ συμβουλή από κάποιον: Συμβουλεύτηκε το γιατρό για τη δίαιτα που πρέπει να εφαρμόσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακελεύομαι — και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α 1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι 2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι… … Dictionary of Greek
συνανακοινολογούμαι — έομαι, Α δίνω συμβουλή σε κάποιον, λέω την άποψή μου σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνά + κοινολογοῦμαι] … Dictionary of Greek
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek
αντιβουλεύομαι — ἀντιβουλεύομαι (Α) δίνω σε κάποιον συμβουλή αντίθετη απ αυτή που του έχει ήδη δοθεί … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… … Dictionary of Greek
παρασυμβουλεύω — Α δεν συμβουλεύω ορθά, δίνω κακή συμβουλή … Dictionary of Greek
συκοφαντώ — συκοφαντῶ, έω, ΝΜΑ [συκοφάντης] είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ) αρχ. 1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με… … Dictionary of Greek